- οποίος
- -α, -ο και οποιός, -ά, -ό (Α ὁποῑος, -οία, -ον, ιων. τ. ὁκοῑος, -η, -ον, επικ. τ. ὁπποῑος, -η, -ον, αρσ. κρητ. ὀτεῑος, Μ και ὁποιός, -ά, -ό)(αναφ. αντων.) αυτού τού είδους, ό,τι λογής, ποιας λογήςνεοελλ.1. (με άρθρο) (αναφ. αντων.) ο οποίος, η οποία, το οποίοπου («ποιος ήταν αυτός ο οποίος σού μίλησε;»)2. (σε αναφωνήσεις) πόσο μεγάλος (α. «οποία χαρά, όταν σέ είδα» β. «οποία αναισχυντία να σού φερθεί έτσι»)νεοελλ.-μσν.(με άρθρο) ο οποιός, η οποιά, το οποιό(αναφ. αντων.) αυτός που, εκείνος πουαρχ.1. (σε πλάγ. ερώτ.) όποιου είδους, ό,τι λογής («εὑρεῑν ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος», Αισχύλ.)2. (σε ευθεία ερώτ.) ποίος, ποιος («ὁποίαν εἴσοδον ἔσχομεν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ)3. (με διάφορα αορστλ. μόρια, τίς οὖν, δή, περ) α) ὁποιοσοῡνοποιοσδήποτεβ) ὁποιοσδή, ὁποιοσδηποτοῡνοποιοσδήποτε, οποιουδήποτε είδουςγ) ὁποιοσποτοῡν, ὁποιοστισοῡν, ὀποιοσδητισοῡνοποιουδήποτε είδουςδ) ὁποιόσπερόποιος ακριβώς4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁποῑαόπως, όμοια με, καθώς5. φρ. α) «ουδ' ὁποῑος» — κανένας πουθενάβ) «οὐδ' ὁποῑος ἥττων» — κατώτερος από κανέναν, καθόλου κατώτερος6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) όπως, καθώς.επίρρ...ὁποίως, ιων. τ. ὁκοίως (Α)με ποια ποιότητα, σαν τί λογής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφ. αντων. ὁποῖος έχει σχηματιστεί από το θ. *yo- της αναφ. αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και την ερωτηματική αντων. ποῖος* (πρβλ. ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλεκτο, αντίστοιχα, βλ. λ. πο-. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι η αντων. ὁποῖος έχει προέλθει από συνένωση τού άρθρου ὁ και τής ερωτ. αντων. ποῖος στον ξενισμό ὁ ποῖος, που αποτελούσε πιστή μετάφραση τών γαλλ. lequel, laquelle, il quale, la quale. Μια τέτοια όμως προέλευση θα καθιστούσε την αντων. ὁποῖος ξενισμό, γεγονός που δεν φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην ιστορία τής Ελληνικής. Στη Νεοελληνική χρησιμοποιείται η αρχ. αναφ. αντων. ὁποῖος μαζί με το άρθρο ό, όπου η χρήση τού άρθρου θα μπορούσε να θεωρηθεί ξενισμός].
Dictionary of Greek. 2013.